Tην τελευταία
εβδομάδα οι εκπρόσωποι των κομμάτων είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν όσον
αφορά τη φαρμακευτική πολιτική στην εκδήλωση του ΠΦΣ
Ένα από τα θέματα που ίσως περίμεναν να ακούσουν όλοι οι φαρμακοποιοί ήταν το
θέμα της αποζημίωσης τους, τόσο για τις υπηρεσίες που αγόγγυστα και καθημερινά
προσφέρουν ακόμη και στις πιο απομονωμένες περιοχές της χώρας, όπου δεν υπάρχουν
άλλες μονάδες υγείας, όσο και για τη συμβολή τους στην προσβασιμότητα των
ασθενών στο φάρμακο και τις υπόλοιπες εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες
που προσφέρουν δωρεάν, εξοικονομώντας τεράστια κονδύλια από την
ιατροφαρμακευτική δαπάνη περίθαλψης. Όλοι αναγνώρισαν τον αναντικάστατο ρόλο
του Έλληνα φαρμακοποιού και τη συνεχιζόμενη προσφορά του στην Ελληνική κοινωνία
παρά την ευθαρσώς συνομολογούμενη οικονομική του αιμορραγία την οποία
αναγκαστικά απέδωσαν σε πολιτικές επιλογές που συνάδουν με τα πρότυπα άλλων
χωρών. ‘’Ξέχασαν’’ όμως ίσως να επισημάνουν το τι πραγματικά συμβαίνει σε άλλες
χώρες σε σχέση με τις αμοιβές των φαρμακοποιών και την επαγγελματική αναγνώριση
που απολαμβάνουν στην πράξη μέσω του σταθερού περιβάλλοντος εργασίας που τους
παρέχεται από την πολιτεία, όπως και τις σύγχρονες πολιτικές υγείας του άξονα «Ευρώπη
– Ορίζων 2020», που επικεντρώνονται στην πρόληψη και αγωγή υγείας, καθώς και
στην προσβασιμότητα των πολιτών στο φάρμακο.
Η αλά καρτ επιλογή
πολιτικών ήταν κάτι που όλοι οι φαρμακοποιοί βιώσαμε, όπως και η αντιμετώπιση
της φαρμακευτικής δαπάνης ως ενός στεγνού και υπεράνω των ανθρωπίνων αναγκών,
απόλυτου και διαρκώς μειούμενου αριθμού, άνωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενου, τη
στιγμή που ακόμα και στο πρόσφατο συνέδριο των Financial Times για την υγεία όλοι ομονοούσαν πως η ανάκαμψη της Ελληνικής
οικονομίας μπορεί και πρέπει να γίνει με επενδύσεις στην υγεία. Βέβαια ακόμη
και όταν υιοθετήθηκαν πολιτικές εξοικονόμησης πόρων, όπως η εφαρμογή της
δραστικής ουσίας και η επιλογή του σκευάσματος από τον ασθενή με τη βοήθεια του
φαρμακοποιού, υπήρξαν αντιδράσεις και
προσφυγές από σύσσωμο τον ιατρικό κόσμο.
Έτσι, το 2012, ακολουθώντας το μοντέλο της
συντριπτικής πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών με Απόφαση του Αναπληρωτή
Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β’
3057/18.11.2012), υιοθετήθηκε και από την Ελλάδα η μέθοδος της μείωσης της
φαρμακευτικής δαπάνης δια της σταδιακής επέκτασης της χρήσης των γενοσήμων
φαρμάκων. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Ανώτατο Ακυρωτικό
Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως των Ιατρικών Συλλόγων,
κρίνοντας ως αβάσιμους τους λόγους που επικαλείτο σύσσωμος ο ιατρικός κλάδος
κατά της εφαρμογής της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία και όχι την
εμπορική ονομασία. Ταυτόχρονα δε, απεδέχθη με πανηγυρικό τρόπο, στο σύνολό
τους, τα επιχειρήματα των φαρμακοποιών που προβλήθησαν υπό του Φαρμακευτικού
Συλλόγου Αττικής, κρίνοντας τα ως νόμιμα, βάσιμα και αληθή και κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι η συνταγογράφηση των
φαρμάκων, με βάση τη δραστική ουσία, δεν προσκρούει σε καμία συνταγματική και
νομοθετική διάταξη, ούτε σε καμία ευρωπαϊκή οδηγία και σαφέστατα δε συνιστά
ουδένα λόγο υποβάθμισης της δημόσιας υγείας.
Πιο συγκεκριμένα, επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Ανωτάτου
Δικαστηρίου αποφάνθη ως εξής: